-
1 καρύδι
τό1) орех (грецкий);2) адамово яблоко, кадык;3) коробочка хлопка;§ κούφια καρύδια — болтовня, вздор, глупости;
αυτό είναι σκληρό καρύδι — это твёрдый орешек, это очень трудная задача;
αυτό το καρύδι δεν είναι γιά τα δόντια σου — этот орешек тебе не по зубам;
θα σού στρίψω το καρύδι — я тебе шею сверну;
κάθε καρύδιας καρύδι — каждой твари по паре (о людях)
-
2 καρύδι'
καρύ̱δια, καρύδιονsmall nut: neut nom /voc /acc pl -
3 καρύδι
[кариди] ουσ. о. грецкий орехΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καρύδι
-
4 καρύδι
[кариди] ουσ ο грецкий орех. -
5 καρύδι
la nou -
6 καρύδι
оревГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > καρύδι
-
7 καρύδι
walnutΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > καρύδι
-
8 ademelması
καρύδι (λαιμού) -
9 walnut
καρύδι -
10 орех
орехм1. (плод) τό καρύδι, τό κάρυ-ον; грецкий \орех τό καρύδι· лесной \орех τό φουντούκι, τό λεπτοκάρυο[ν]· кокосовый \орех τό Ινδικό καρύδι· мускатный \орех τό μοσχοκάρυδο· кедровые \орехи σπόρια κέδρου· колоть (грызть) \орехи σπά(ζ)ω τά καρύδια·2. (дерево) ἡ καρυδιά, ἡ καροά· ◊ ему досталось на \орехи разг τοῦ τίς βρέ-ξανε γιά καλά· разделать кого́-л. под \орех разг κατσαδιάζω κάποιον. -
11 орех
-а α.1. καρύδι•грецкий орех ελληνικό καρύδι (εκλεκτής ποικιλίας)•
миндальный το αμύγδαλο•
калнные -и ψημένα καρύδια•
кокосовый орех κοκοκάρυδο•
рвотный орех εμετικό καρύδι•
мускатный орех μοσχοκάρυδο.
2. η καρυδιά. || το ξύλο της καρυδιάς.εκφρ.земляной (китайский) орех – αραποφιστικα, σουδάνιαΗβ•-и (будет, достанет(ся) – θα τις φας, θα τις μαζέψεις θα πάρεις το μερτικό σου (σε περιμένει τιμωρία)•разделать (отделать) под орех – κατσαδιάζω γερά. -
12 грецкий
-
13 орех
орех м το καρύδι (плод) η καρυδιά (дерево)' лесной — το φουντούκι (плод)· η φουντουκιά (дерево)' кедровый \орех το κεδροκούκουτσο· кокосовый \орех ο κόκος* * *мкедро́вый оре́х — το κεδροκούκουτσο
коко́совый оре́х — ο κόκος
-
14 кадык
(анат) το μήλο του Αδάμ, το καρύδι του λαιμού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кадык
-
15 орех
1. (дерево) η καρυά, η καρυδέα, разг. η καρυδιά 2. (плод) το κάρυο^), разг. το καρύδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > орех
-
16 яблоко
(плод) το μήλοадамово - (кадык) - του Αδάμ, το καρύδι του λαιμούглазное - анат. о βολβός/η κόρη του ματιού/οφθαλμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > яблоко
-
17 грецкий
грецкийприл:\грецкий орех τό καρύδι. -
18 кадык
кадыкм τό μῆλο[ν] τοῦ 'Αδάμ, τό καρύδι τοῦ λαιμοδ. -
19 кокос
кокосм1. (дерево) ὁ κοκκοφοίνιξ, ἡ φοινικοκαρύα·2. (плод) τό ἰνδοκάρυδο, τό ίνδικό καρύδι. -
20 крепкий
креп||кийприл1. (твердый, прочный) στερεός, γερός:\крепкийкая ткань τό στερεό ὑφασμα· \крепкий орех τό σκληρό καρύδἰ2. (сильный) ισχυρός, γερός, δυνατός:\крепкий организм ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) ὁργανισμός· \крепкий человек ὁ γερός ἀνθρωπος· \крепкийкое здоровье ἡ δυνατή κράση· \крепкий мороз ἡ δυνατή παγωνιά· он еще \крепкий старик τό λένε ἀκόμα τά κότσια του·3. (насыщенный) δυνατός:\крепкий чай τό δυνατό τσάἰ· \крепкий кофе ὁ βαρύς καφές· \крепкий табак ὁ σέρτικος καπνός· \крепкийкие вина τά δυνατά κρασιά· ◊ \крепкий сон ὁ βαθύς ὑπνος· \крепкийкие напитки τά οἰνοπνευματώδη ποτά· \крепкийкое словцо разг ἡ βαρειά λέξη, ἡ χοντρή κουβέντα.
См. также в других словарях:
καρύδι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51… … Dictionary of Greek
καρύδι — το 1. ο καρπός της καρυδιάς: Φέτος οι καρυδιές δεν είχαν πολλά καρύδια. 2. η προεξοχή του λάρυγγα στο λαιμό: Θα σου στρίψω το καρύδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρύδι' — καρύ̱δια , καρύδιον small nut neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… … Dictionary of Greek
ισχαδοκάρυον — ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α) επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς άδος + κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτο κάρυον, μοσχο κάρυον] … Dictionary of Greek
καρυδίτσι(ν) — καρυδίτσι(ν), τὸ (Μ) μικρό καρύδι, καρυδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + μεσαιων. κατάλ. ίτσι(ν), πρβλ. κρομμωδ ίτσι(ν)] … Dictionary of Greek
καρυδώνω — (Μ καρυδώ όω) [καρύδι] νεοελλ. φονεύω κάποιον στρίβοντας το καρύδι τού λαιμού του μσν. ευνουχίζω ίππο … Dictionary of Greek
καρύδα — η [καρύδι] 1. ο καρπός τού κοκοφοίνικα 2. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς … Dictionary of Greek
νουγκά — άκλ. είδος χαλβαδόπιτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. nougat «είδος γλυκίσματος» < προβηγκ. nougat < αρχ. προβηγκ. nogat < noga «καρύδι» < λατ. nux, nucis «καρύδι»] … Dictionary of Greek
κοκκοφοίνικας — Φοινικόδεντρο της οικογένειας των φοινικιδών ή παλμιδών (μονοκοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κόκκος ο καρυοφόρος. Κατάγεται, πιθανώς, από την Ινδική χερσόνησο ή τα νησιά του Μαλαϊκού αρχιπελάγους και έχει διαδοθεί σχεδόν σε όλες… … Dictionary of Greek